- υπερηνορέων
- -οντος, ὁ, Α1. πολύ αρρενωπός2. (κυρίως με αρνητική σημ.) αλαζόνας, αυθάδης και βίαιος3. (στην κωμωδία) αυτός που νομίζει ότι είναι ανώτερος από όλους, που θεωρεί τον εαυτό του υπεράνθρωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Επεκταμένος τ. τού επιθ. ὑπερήνωρ, σχηματισμένος, για μετρικούς λόγους, με την κατάλ. -έων τών μτχ., χωρίς να υπάρχει ρ. *ὑπερηνορέω, -ῶ (πρβλ. δυσμεν-έων: δυσμενής, ὑπερμεν-έων: ὑπερμενής)].
Dictionary of Greek. 2013.